- επεισοδιώδης
- ἐπεισοδιώδης, -ες (Α) [επεισόδιο]1. παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», Αριστοτ.)2. ασύνδετος, ασυνάρτητος λογικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεισοδιώδης — episodic masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισοδιώδει — ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem/neut dat sg ἐπεισοδιώδεϊ , ἐπεισοδιώδης episodic dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισοδιώδη — ἐπεισοδιώδης episodic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισοδιῶδες — ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem voc sg ἐπεισοδιώδης episodic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισοδιώδεις — ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem acc pl ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισοδιωδῶν — ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισοδιωδῶς — ἐπεισοδιώδης episodic adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισοδιώδεσιν — ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισοδιώδους — ἐπεισοδιώδης episodic masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)